- γλίσχρος
- -α, -ο (AM γλίσχρος, -α, -ον)ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός»)αρχ.Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης2. σκληρός (για ξύλο)3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός4. φιλάργυρος5. πενιχρός, φτωχικός6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου7. (για γη) άγονος, άκαρπος8. αυτός που μόλις παρέχει τα μέσα διατροφής («γλίσχραι τέχναι»)9. όποιος ασχολείται με πράγματα χωρίς αξία10. πολύ βρόμικος11. είδος λαχανικούII. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο αναξιοπρεπή, σαν λιμασμένοςIII. επίρρ. γλίσχρως, ανεπαρκώςαρχ.1. με προσκόλληση, σταθερά2. φτωχικά, κακομοίρικα3. με τσιγγουνιά4. με δυσκολία, μόλις και μετά βίας5. σχολαστικά, με κάθε λεπτομέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. γλίσχ-ρος < *γλίσχω (με παρέκταση σε -ρo-) < *γλίχ-σκω < (ρίζα) γλι-χ- (πρβλ. γλίχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.